Η προστασία των δασών και των δασικών εκτάσεων της χώρας μας, αποτέλεσε φροντίδα όλων των νομοθετημάτων που κατά καιρούς θεσπίστηκαν. Έτσι, στη διαδρομή του χρόνου, από το πρώτο νομοθέτημα για τα δάση (1836) μέχρι σήμερα, διαμορφώθηκε ένα θεσμικό πλαίσιο το οποίο:
- Προδιαγράφει αναλυτικά τους κινδύνους οι οποίοι τα απειλούν και με ένα σύνολο θετικών ή απαγορευτικών διατάξεων, προσδιορίζει τις ενέργειες και δράσεις που αποτρέπουν αυτούς τους κινδύνους.
- Προδιαγράφει τις υποχρεώσεις του Κράτους για τη λήψη των κατάλληλων διοικητικών μέτρων αντιμετώπισης των κινδύνων σε προληπτικό και κατασταλτικό επίπεδο.
- Προσδιορίζει τις υποχρεώσεις των κρατικών και κοινωνικών φορέων, τα καθήκοντα των κρατικών οργάνων και τις υποχρεώσεις και ενέργειες των πολιτών για την αποτροπή των κινδύνων.
- Προβλέπει την ενημέρωση του κοινού, την καλλιέργεια φιλοδασικού πνεύματος και τη συμμετοχή των κοινωνικών φορέων στην κατάρτιση και υλοποίηση των σχεδίων δασοπροστασίας και τέλος
- Επιφυλάσσει βαρύτατες ποινές στους παραβάτες των προστατευτικών, απαγορευτικών διατάξεων.
Οι διατάξεις της ισχύουσας δασικής νομοθεσίας προνοούν για τη διαχείριση και ανάπτυξη των δασικών οικοσυστημάτων και λαμβάνουν μέριμνα για τη μελέτη και κατασκευή δασοτεχνικών έργων, στα οποία εντάσσονται και τα έργα βελτίωσης και διαχείρισης των ορεινών βοσκότοπων.
H δασοπονία τόσο στα δημόσια όσο και στα μη δημόσια δάση, ασκείται μεν προς το συμφέρον του δασοκτήμονα, πάντοτε όμως σε συνδυασμό με τις δασοπολιτικές αξιώσεις που εξυπηρετούν το εθνικό συμφέρον. Αυτές δεν περιορίζονται μόνο στην αύξηση της παραγωγής, αλλά επεκτείνονται και στην αύξηση των εθνικών εκ των δασών ωφελειών και στη δικαιότερη διανομή των εκ των δασών οικονομικών αγαθών και ωφελειών.
Το ενδιαφέρον για την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος είχε αρχίσει στη χώρα μας από το 1938 με την ίδρυση του πρώτου Εθνικού Δρυμού Ολύμπου. Μετά το 1970 διευρύνεται η έννοια των προστατευτέων περιοχών και περιλαμβάνει πλέον, εκτός από τους Εθνικούς Δρυμούς, τα αισθητικά δάση και τα μνημεία της φύσης.
Σύμφωνα με το ισχύον ελληνικό Σύνταγμα, άρθρο 24 «Ως δάσος ή δασικό οικοσύστημα νοείται το οργανικό σύνολο αγρίων φυτών με ξυλώδη κορμό πάνω στην αναγκαία επιφάνεια του εδάφους, τα οποία, μαζί με την εκεί συνυπάρχουσα χλωρίδα και πανίδα, αποτελούν μέσω της αμοιβαίας αλληλεξάρτησης και αλληλοεπίδρασής τους, ιδιαίτερη βιοκοινότητα (δασοβιοκοινότητα) και ιδιαίτερο φυσικό περιβάλλον (δασογενές). Δασική έκταση υπάρχει όταν στο παραπάνω σύνολο η άγρια ξυλώδης βλάστηση, υψηλή ή θαμνώδης, είναι αραιά.» Επίσης στο ίδιο άρθρο αναφέρεται ότι αποτελεί υποχρέωση του Κράτους η προστασία του φυσικού περιβάλλοντος με ιδιαίτερα προληπτικά ή κατασταλτικά μέτρα στο πλαίσιο της αρχής της αειφορίας. Τέλος, στο άρθρο 117 του Συντάγματος αναφέρεται ότι τα δάση και οι δασικές εκτάσεις που καταστρέφονται από πυρκαγιά ή αποψιλώνονται κηρύσσονται υποχρεωτικά αναδασωτέες.
Στο κεφ. Ζ’ (Βιβλίο Α) του Ν.Δ. 86/1969 αναφέρεται ότι η εξαγορά, ανταλλαγή και απαλλοτρίωση ιδιωτικών εκτάσεων είναι δυνατή εκ μέρους του Δημοσίου προκειμένου για λόγους δασικής πολιτικής (τεχνική διαχείριση, ανάπτυξη της δασοπονίας, διατήρηση της συνοχής και της υπόστασης δασικών οικοσυστημάτων, εγκατάσταση δασικών φυτωρίων, κατασκευής δασικών οδών, δασικών εργοστασίων) κατόπιν αποφάσεων των αρμοδίων Υπουργών και εγκεκριμένου διαχειριστικού σχεδίου ή διαχειριστικής εκθέσεως.
Στο κεφ. Η’ (Βιβλίο Α) του Ν.Δ. 86/1969 αναφέρεται ότι τα δικαιώματα που έχουν αποκτηθεί επί δημοσίων δασών ή δασικών εκτάσεων δεν πρέπει να παρεμποδίζουν την εκμετάλλευση των δασών ούτε τη λήψη αναγκαίων προστατευτικών μέτρων. Επίσης στο κεφ. Θ’ του ιδίου διατάγματος αναφέρεται ότι η δασική ιδιοκτησία μπορεί να κατατμηθεί μόνο κατόπιν αδείας.
Στο κεφ. Α’ (Βιβλίο Β, τμ. Α) του Ν.Δ. 86/1969 ορίζονται οι διαχειριστικές μορφές των δασών και τα είδη των δασοπονικών μελετών, σχεδίων και εκθέσεων, καθώς και ο τρόπος έκδοσης δασικών αστυνομικών διατάξεων. Στο κεφ. Β’ ορίζονται ως προστατευτικά δάση όσα συμβάλλουν στην προστασία εδάφους, πηγών, ρευμάτων, οδών, μνημείων, αστικών περιοχών, περιγράφεται η διαδικασία χαρακτηρισμού τους, καθώς και οι ειδικές διατάξεις διαχειρίσεώς τους.
Στο κεφ. Δ’ (Βιβλίο Β, τμ. Α) του Ν.Δ. 86/1969 περιγράφονται οι περιοχές που μπορούν να κηρυχθούν εθνικοί δρυμοί, αισθητικά δάση και διατηρητέα μνημεία της φύσεως, οι απαγορεύσεις που ισχύουν γι’ αυτές, καθώς και τα έργα που μπορούν να εκτελεσθούν.
Στο κεφ. ΣΤ’ (Βιβλίο Β, τμ. Α) του Ν.Δ. 86/1969 περιγράφεται ο τρόπος χορήγησης αδείας υλοτομίας, οι υποχρεώσεις των υλοτόμων και ο έλεγχος των υλοτομιών από τους δασικούς υπαλλήλους.
Στο κεφ. Θ’ (Βιβλίο Β, τμ. Α) του Ν.Δ. 86/1969 περιγράφονται οι περιοχές στις οποίες επιτρέπεται και απαγορεύεται η βόσκηση και οι εξαιρέσεις κατόπιν εισηγήσεων των αρμοδίων αρχών.
Στο τμήμα Β (Βιβλίο Β) του Ν.Δ. 86/1969 περιγράφονται οι νόμοι που διέπουν τη διαχείριση των δημοσίων δασών. Συντάσσονται δασοπονικές εκθέσεις από τα αρμόδια δασαρχεία και οι καρπώσεις δημοσίων δασών διατίθενται με ή άνευ δημοπρασίας, αναλόγως του μισθωτή. Εναλλακτικά τα δημόσια δάση μπορεί να υπόκεινται πρότυπη εκμετάλλευση δι’ επιστασίας από τα οικεία δασαρχεία. Ο τρόπος διάθεσης των δασικών προϊόντων εξαρτάται από την ποσότητα και την προοριζόμενη χρήση.
Στο τμήμα Γ (Βιβλίο Β) του Ν.Δ. 86/1969 περιγράφονται οι νόμοι που διέπουν τη διαχείριση των μη δημοσίων δασών. Το Κράτος ασκεί επιτήρηση και συντάσσονται οι σχετικές δασοπονικές εκθέσεις. Περιγράφεται αναλυτικά το καθεστώς υπό το οποίο τελούν η διοίκηση και η διαχείριση των δασών κοινωφελών προσώπων, δήμων, κοινοτήτων, συνεταιρισμών, συνιδιόκτητων κλπ., καθώς και η φορολογία στην οποία υπόκεινται (μίσθωμα, δασικός φόρος).
Στο τμήμα Δ (Βιβλίο Β) του Ν.Δ. 86/1969 ορίζεται το προσωπικό των ιδιωτικών δασών, όπως δασολόγοι, δασοφύλακες και επόπτες πρασίνου και το καθεστώς διορισμού αυτών.
Στο κεφ. Β (Βιβλίο Γ) του Ν.Δ. 86/1969 προβλέπεται η σύσταση φιλοδασικών σωματείων και επιτροπών και οι πόροι αυτών.
Στο κεφ. Β (Βιβλίο Δ) του Ν.Δ. 86/1969 αναφέρεται ότι σε περίπτωση προσβολής δασών από έντομα και μύκητες οι κάτοχοί τους υποχρεούνται να προβούν στις ανάλογες ενέργειες καταπολέμησης, σύμφωνα με τις υποδείξεις της αρμόδιας δασικής αρχής. Επίσης για λόγους προστασίας απαγορεύεται η εισαγωγή παντός είδους ξυλείας, εφόσον υπάρχει αντίστοιχη απόφαση του Υπουργού Γεωργίας.
Στο Βιβλίο Ε του Ν.Δ. 86/1969 αναφέρεται ότι είναι απαραίτητη η σύνταξη μελέτης για την εκτέλεση δασοτεχνικών έργων όπως η διευθέτηση χειμάρρων και οι δασικές εγκαταστάσεις (οδοί, κτίρια) και αναλύεται ο τρόπος διεξαγωγής και η οικονομική εξυπηρέτηση των έργων αυτών.
Στο Βιβλίο ΣΤ του Ν.Δ. 86/1969 στο κεφ. Α ορίζονται τα θηρεύσιμα θηράματα, καθώς και τα μέσα ασκήσεως θήρας. Επίσης προβλέπεται η ίδρυση και λειτουργία εκτροφείων θηραμάτων, καταφυγίων άγριας ζωής και ελεγχόμενων κυνηγετικών περιοχών και περιγράφεται ο τρόπος λειτουργίας τους. Στο κεφ. Β καθορίζονται οι χώροι όπου απαγορεύεται η θήρα και άλλες σχετικές απαγορεύσεις. Τέλος αναφέρονται τα ειδικά μέτρα προστασίας θηραμάτων και γίνεται ειδική μνεία στην προστασία των αγρίων πτηνών όπως αυτή διαμορφώνεται από την οδηγία 79/409/ΕΟΚ. Στο κεφ. Γ ορίζονται οι κυνηγετικές περιφέρειες της Ελλάδας, οι κυνηγετικοί περίοδοι, οι απαγορευμένες ζώνες και παρατίθεται αναλυτικός πίνακας θηραμάτων. Τέλος καθορίζονται θέματα χορήγησης αδειών θήρας. Στο κεφ. Δ αναφέρεται ο τρόπος λειτουργίας κυνηγετικών οργανώσεων και αναλύονται οι αρμοδιότητες των φυλάκων θήρας.
Στο Βιβλίο Ζ του Ν.Δ. 86/1969 αναφέρονται οι ποινικές και δικονομικές διατάξεις που αφορούν παράνομες και βλαπτικές ενέργειες εις βάρος δάσους ή δασικής έκτασης, όπως παράνομη υλοτομία, βοσκή και ρητινοσυλλογή, καταπάτηση, πρόκληση πυρκαγιάς.
Στο κεφ. Α του Ν. 998/1979 ορίζεται η έννοια του δάσους και της δασικής έκτασης και περιγράφεται ο σκοπός της προστασίας τους. Επίσης παρατίθενται οι διάφορες κατηγορίες δασών και δασικών εκτάσεων αναλόγως της ωφελιμότητας και της θέσης αυτών. Τέλος, καθορίζονται οι αρμόδιοι φορείς για την προστασία του δάσους και των δασικών εκτάσεων και ο τρόπος υπολογισμού της αξίας αυτών.
Στο κεφ. Β του Ν. 998/1979 καθορίζεται ο τρόπος σύστασης συμβουλίων και επιτροπών σχετικών με δασικά θέματα, οι αρμοδιότητές τους, η οργάνωση και η λειτουργία τους.
Στο κεφ. Γ του Ν. 998/1979 αναφέρονται τα προστατευτικά μέτρα σε σχέση με την επίλυση θεμάτων αμφισβήτησης δασικών εκτάσεων, κατασκευής δασικών οδών και ειδικών δασοτεχνικών έργων, επιτήρηση και προστασία χλωρίδας και πανίδας. Ειδικότερα για την επιτήρηση το άρ. 18 αναφέρει ότι οι δασικές αρχές μεριμνούν για την αδιάλειπτη και αποτελεσματική επιτήρηση των δημοσίων δασών και δασικών εκτάσεων προς φύλαξη αυτών εκ των κινδύνων πυρκαγιών, παρανόμων υλοτομιών, εκχερσώσεων και βοσκήσεων, τη φύλαξη των δασικών έργων, την προστασία της άγριας πανίδας και την πρόληψη δασικών αδικημάτων. Για τη φύλαξη και προστασία των ιδιωτικών δασών μεριμνούν οι ιδιοκτήτες τους, υπό την επίβλεψη της δασικής υπηρεσίας. Στα δάση και τις δασικές εκτάσεις εγκαθίστανται παρατηρητήρια ή φυλάκια, εφοδιασμένα με συσκευές επικοινωνίας με τις πλησιέστερες δασικές και αστυνομικές αρχές. Για την προστασία της χλωρίδας και της πανίδας στο άρ. 19 τονίζεται ότι κατά τη διαχείριση των δασών και των δασικών εκτάσεων λαμβάνεται μέριμνα για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας σε όλα της τα επίπεδα (γενετική, ειδών, οικοσυστημάτων και τοπίου).
Στο κεφ. Δ του Ν. 998/1979 αναφέρονται οι απαγορεύσεις στο πλαίσιο της αντιμετώπισης πυρκαγιών και οι υποχρεώσεις συγκεκριμένων φορέων (π.χ. σιδηροδρομικών υπηρεσιών) προκειμένου να αποφεύγεται η πρόκληση πυρκαγιών. Επίσης αναφέρονται οι επικίνδυνες περιοχές και τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται σε αυτές. Προβλέπεται η οργάνωση μονάδων κατασβέσεως δασοπυρκαγιών από εδάφους και αέρος και ορίζονται τα αρμόδια όργανα και οι υποχρεώσεις τους τόσο κατά τη διάρκεια της κατάσβεσης όσο και μετά. Τέλος παρατίθενται οι δασικοί κανονισμοί για την αντιμετώπιση πυρκαγιών.
Στο κεφ. Ε του Ν. 998/1979 ορίζεται η έννοια της αναδάσωσης, οι περιοχές που κηρύσσονται αναδασωτέες και η διαδικασία κήρυξης και πραγματοποίησης της αναδάσωσης.
Στο κεφ. ΣΤ του Ν. 998/1979 αναφέρονται οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες επιτρέπονται επεμβάσεις στα δάση και τις δασικές εκτάσεις όπως: εκχέρσωση, διάνοιξη οδών, επέκταση πόλεως ή οικιστικής περιοχής, ανέγερση τουριστικής εγκατάστασης, βιομηχανίας, διεξαγωγή μεταλλευτικών και λατομευτικών εργασιών, εκτέλεση δημοσίων έργων, έργων υποδομής, στρατιωτικών έργων, πολιτιστικών έργων και διεξαγωγή εκδηλώσεων.
Στο κεφ. Ζ του Ν. 998/1979 αναφέρονται οι κανόνες που ισχύουν σε περιπτώσεις διενέξεων σχετικά με δάση ή δασικές εκτάσεις, παραχωρήσεων, ρυθμίσεις αγρών που άλλαξαν μορφή και αγρών σε δασικές εκτάσεις.
Στο κεφ. Η του Ν. 998/1979 αναφέρονται οι ποινικές κυρώσεις που επιβάλλονται σε περίπτωση παραβάσεων των προστατευτικών μέτρων, των μέτρων αντιμετώπισης πυρκαγιών, των αναδασωτικών μέτρων και της μεταβολής χρήσης.
Στο κεφ. Θ του Ν. 998/1979 περιλαμβάνονται ειδικές τελικές και μεταβατικές διατάξεις σχετικά με την πώληση ιδιόκτητων δασικών εκτάσεων, την οροθέτηση δημοσίων δασών, τη διάθεση χορτολιβαδικών εδαφών κ.α.
Στο άρ. 2 του Ν. 3208/2003 αναφέρεται ότι ο σχεδιασμός της διαχείρισης και εκμετάλλευσης των δασικών οικοσυστημάτων και οι δασοπονικές ενέργειες και πρακτικές πρέπει να εξασφαλίζουν την προστασία του τοπίου και τη διατήρηση της βιοποικιλότητας. Στο πλαίσιο αυτό ενισχύεται οικονομικά η δημιουργία αγροβιοτόπων από φιλοπεριβαλλοντικές οργανώσεις και ιδιοκτήτες αγροτικής γης.
Στο άρ. 3 του Ν. 3208/2003 περιγράφεται ο τρόπος κατάρτισης Δασολογίου, τα περιεχόμενά του αναλόγως του είδους της δασικής βλάστησης και ορίζονται οι αρμόδιοι φορείς.
Στο άρ. 8 του Ν. 3208/2003 προσδιορίζεται ο τρόπος χρηματοδότησης των έργων και εργασιών ανάπτυξης, εκμετάλλευσης και προστασίας του δασικού και θηραματικού πλούτου της χώρας.
Στο άρ. 19 παρ.1 του Ν. 3208/2003 αναφέρεται ότι για λόγους προστασίας του περιβάλλοντος και προαγωγής της εθνικής οικονομίας, δάση των οποίων η διαχείριση και εκμετάλλευση έχει εγκαταλειφθεί από εικοσαετίας και πλέον τίθενται υπό την αρμόδια Δασική Αρχή υπό διαχείριση. Στην παρ. 3 του ιδίου άρθρου αποφασίζεται η συγκρότηση ομάδων εργασίας από ειδικούς επιστήμονες για την κατάρτιση Ελληνικών Προτύπων για το ξύλο και τα λοιπά δασικά προϊόντα πρωτογενούς παραγωγής, καθώς και τα προϊόντα πρώτης επεξεργασίας αυτών. Επίσης αποφασίζεται ο καθορισμός διαδικασίας και προσδιορισμού προϋποθέσεων για την καθιέρωση σήματος και τη χορήγηση πιστοποιητικού ποιότητας. Στην παρ. 6 του ιδίου άρθρου προβλέπεται η τρίμηνη εκπαίδευση στο αντικείμενο της δασοπροστασίας των δασοφυλάκων, των υπαλλήλων δασοπροστασίας και των τεχνικών οδηγών.
Στο άρ. 20 του Ν. 3208/2003 ορίζεται η σύσταση υπηρεσιών και θέσεων για την εφαρμογή της Διεθνούς Σύμβασης Εμπορίας Ειδών της Άγριας Πανίδας και Αυτοφυούς Χλωρίδας (Σύμβαση CITES). Συγκεκριμένα στη Διεύθυνση Αισθητικών Δασών, Δρυμών, και Θήρας του Υπ. Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, η οποία ορίζεται ως Κεντρική Διαχειριστική Αρχή συνίσταται τμήμα με τίτλο «Διεθνών Συμβάσεων» και αρμοδιότητα τον έλεγχο και την εφαρμογή της Σύμβασης και την έκδοση των προβλεπόμενων από αυτήν αδειών στην Ελληνική Επικράτεια. Αντίστοιχα, σε περιφερειακές διευθύνσεις δασών συνιστώνται γραφεία με τίτλο «Διεθνών Συμβάσεων» που υπάγονται στην ως άνω διεύθυνση και δημιουργούνται οι απαραίτητες θέσεις.
Το διάταγμα αφορά την προστασία της αυτοφυούς χλωρίδας και άγριας πανίδας και τον καθορισμό διαδικασίας συντονισμού και ελέγχου της έρευνας επ’ αυτών. Αναφέρονται τα είδη που κηρύσσονται προστατευτέα και απαγορεύεται σε όλη την επικράτεια και καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους η συλλογή, η μεταφύτευση, η εκρίζωση, η κοπή, η μεταφορά, η αγοραπωλησία, η εξαγωγή και η καθ’ οιονδήποτε τρόπο καταστροφή των βλαστικών ειδών που αναφέρθηκαν, καθώς και ο φόνος ή η απόπειρα φόνου, η κακοποίηση, ο τραυματισμός ή η καθ’ οιονδήποτε τρόπο πρόκληση βλάβης, η κατοχή, η σύλληψη, η ταρίχευση, η αγοραπωλησία, η μεταφορά και η εξαγωγή των ειδών της πανίδας που αναφέρθηκαν. Ακόμη απαγορεύεται η χρήση τοξικών ουσιών και εν γένει δηλητηριωδών ουσιών για την καταπολέμηση των εκάστοτε καθορισθέντων επιβλαβών ειδών. Παράλληλα, οι κάτοχοι ταριχευμένων ειδών ή εργαστηρίων ταριχεύσεως υποχρεούνται να το δηλώσουν στις αρμόδιες δασικές υπηρεσίες. Επίσης ορίζονται οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες επιτρέπεται η έρευνα που αφορά οποιοδήποτε είδος της άγριας πανίδας και της αυτοφυούς χλωρίδας. Τέλος, ο συντονισμός της έρευνας, της αποτελεσματικής προστασίας της άγριας πανίδας και της αυτοφυούς χλωρίδας και της επικοινωνίας με τους αντίστοιχους φορείς του εξωτερικού ανατίθεται στη Γενική Διεύθυνση Δασών και Δασικού Περιβάλλοντος.
Το διάταγμα αφορά τη μελέτη και εκτέλεση δασοτεχνικών έργων και τις εργασίες προστασίας και ανάπτυξης των δασών και των δασικών εκτάσεων. Καθορίζεται ο τρόπος εκπόνησης μελετών και οι αρμόδιοι φορείς θεώρησης, έγκρισης και τροποποίησης αυτών. Επίσης θίγονται θέματα χρηματοδότησης, τρόπου εκτέλεσης, προσωπικού και εργοληπτών δασοπονικών έργων.
Το διάταγμα αφορά τη σύσταση και τους κανόνες λειτουργίας Αναγκαστικών Δασικών Συνεταιρισμών Προστασίας σε περιοχές που χαρακτηρίζονται επικίνδυνες (ιδιαιτέρως εκτεθειμένες και ευαίσθητες στις πυρκαγιές) ή οικιστικές (πάρκα, άλση και δενδροστοιχίες εντός σχεδίου πόλεως ή πολεοδομικής ζώνης ή οικιστικής περιοχής).
Το κεφ. Β του Ν. 1650/1986 αφορά την προστασία του περιβάλλοντος από έργα και δραστηριότητες. Τα τελευταία κατατάσσονται ανάλογα με τις επιπτώσεις τους στο περιβάλλον, προκειμένου να τεθούν περιβαλλοντικοί όροι προς έγκριση. Για την έκδοση απόφασης έγκρισης απαιτείται Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων, περιβαλλοντική έκθεση ή δικαιολογητικά συμμόρφωσης με τις διατάξεις περί προστασίας του περιβάλλοντος, αναλόγως της κατηγορίας όπου υπάγεται το έργο.
Το κεφ. Δ του Ν. 1650/1986 αφορά την προστασία της φύσης και του τοπίου, ώστε να διασφαλίζονται οι φυσικές διεργασίες, η αποδοτικότητα των φυσικών πόρων, η ισορροπία και η εξέλιξη των οικοσυστημάτων, καθώς και η ποικιλομορφία, η ιδιαιτερότητα και η μοναδικότητά τους. Χερσαίες, υδάτινες ή μικτού χαρακτήρα περιοχές, μεμονωμένα στοιχεία ή σύνολα της φύσης και του τοπίου, μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενα προστασίας και διατήρησης λόγω της οικολογικής, γεωμορφολογικής, βιολογικής, επιστημονικής ή αισθητικής σημασίας τους. Τα είδη της αυτοφυούς χλωρίδας και της άγριας πανίδας προστατεύονται και διατηρούνται μαζί με τη βιοκοινότητα και το βιότοπο ή οικότοπό τους, ως βιογενετικά αποθέματα και ως συστατικά στοιχεία των οικοσυστημάτων. Η άσκηση της γεωργίας, της δασοπονίας, της θήρας και της αλιείας, καθώς επίσης η φυτοπροστασία και η υγειονομική προστασία των ζώων εναρμονίζεται με τις ανάγκες προστασίας της αυτοφυούς χλωρίδας και της άγριας πανίδας.
Στο κεφ. Ζ του Ν. 1650/1986 αναφέρονται οι ποινικές και διοικητικές κυρώσεις για δραστηριότητες που προκαλούν υποβάθμιση του περιβάλλοντος.
Στο κεφ. Α’ του Ν. 734/1987 ορίζονται οι έννοιες του βοσκοτόπου, της βοσκοϊκανότητας και της διαχείρισης βοσκοτόπου. Κατόπιν περιγράφεται η διαδικασία οριοθέτησης βοσκοτόπων και οι κανόνες που διέπουν τη διαχείριση αυτών και την εκπόνηση προγραμμάτων αξιοποίησης και βελτίωσης τους. Επίσης καθορίζονται τα δικαιώματα χρήσης και βοσκής που έχουν οι κτηνοτρόφοι επί των βοσκοτόπων.
Βάσει του κεφ. Κ’ του Ν. 1892/1990 απαγορεύεται η ανέγερση οικοδομών, κτισμάτων και πάσης φύσεως εγκαταστάσεων εντός δημοσίων ή ιδιωτικών δασών ή δασικών ή αναδασωτέων εκτάσεων, που καταστράφηκαν ή καταστρέφονται από πυρκαγιά.
Το διάταγμα αφορά τη χορήγηση αδειών εγκατάστασης και επέκτασης βιομηχανιών εντός δασών και δασικών εκτάσεων και παραχώρηση αυτών για τη δημιουργία βιομηχανικών περιοχών. Οι αιτήσεις για τη χορήγηση τέτοιας άδειας πρέπει να περιλαμβάνουν μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Το δε αρμόδιο Δασαρχείο υποχρεούται να συντάξει έκθεση γνωμάτευσης, όπου να περιλαμβάνονται τα απαραίτητα μέτρα ασφαλείας για την εξασφάλιση της συνέχισης της εκμετάλλευσης των παρακείμενων δασών και δασικών εκτάσεων. Τέλος, ο παραλήπτης της άδειας υποχρεούται να λαμβάνει όλα τα απαραίτητα προληπτικά και κατασταλτικά μέτρα ασφαλείας κατά τους ισχύοντες δασικούς κανονισμούς.
Το διάταγμα αφορά τη χορήγηση αδειών εγκαταστάσεως ποιμνιοστασίων, πτηνοτροφείων ή άλλων συναφών εγκαταστάσεων ως και μελισσοκομείων εντός δημοσίων δασών ή δασικών εκτάσεων. Το αρμόδιο Δασαρχείο εκδίδει τη σχετική άδεια κατόπιν αυτοψίας και υποδεικνύει τα ληπτέα μέτρα ασφαλείας. Τέλος, ο εγκαθιστάμενος υποχρεούται να λαμβάνει όλα τα απαραίτητα προληπτικά και κατασταλτικά μέτρα ασφαλείας για την αποτελεσματική προστασία της έκτασης και του παρακείμενου δάσους ή δασικής έκτασης από τον κίνδυνο πυρκαγιάς και από τον κίνδυνο αλλοιώσεως συνεπεία καταστροφής της δασικής βλάστησης, από τη δημιουργία δυσμενών καταστάσεων εις βάρος της όλης λειτουργικότητας του δάσους ή της δασικής εκτάσεως και από του κινδύνους που προέρχονται από τη ρύπανση του περιβάλλοντος.
Η υπουργική απόφαση αφορά τη διαδικασία προκαταρκτικής περιβαλλοντικής εκτίμησης και αξιολόγησης, έγκρισης περιβαλλοντικών όρων, καθώς και έγκρισης επέμβασης ή παραχώρησης δάσους ή δασικής έκτασης στα πλαίσια της έκδοσης άδειας εγκατάστασης σταθμών ηλεκτροπαραγωγής από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Έχει ληφθεί λαμβάνοντας υπόψη μεταξύ άλλων την ισχύουσα δασική νομοθεσία και το Πρωτόκολλο του Κιότο στη σύμβαση πλαίσιο των ΗΕ για την αλλαγή του κλίματος. Ορίζεται ειδική αδειοδοτούσα υπηρεσία για κατασκευές σε προστατευόμενες περιοχές με κριτήριο τη συνθήκη Ramsar και την Κοινοτική Οδηγία 92/43 (Natura 2000). Τέλος, στην προμελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων απαιτείται περιγραφή της βλάστησης, της πανίδας και των βιοτόπων της περιοχής και περιγραφή των επιπτώσεων του έργου σε αυτά.
Το διάταγμα αφορά την παραχώρηση δημόσιων δασών και δασικών εκτάσεων για δενδροκομική και αγροτική καλλιέργεια. Προϋπόθεση της παραχώρησης είναι η έκταση να μην τελεί υπό φυσική ή τεχνητή αναδάσωση για τη συνοχή του δάσους και την ορθολογική διαχείριση αυτού, με βάση τη διαχειριστική έκθεσή του ή τα σχετικά αναδασωτικά προγράμματα. Επίσης είναι απαραίτητη η σύνταξη μελέτης των εδαφολογικών και οικολογικών συνθηκών που επικρατούν στην περιοχή προς παραχώρηση. Τέλος, στις υποχρεώσεις του παραχωρησιούχου περιλαμβάνεται η λήψη των απαραίτητων προληπτικών και κατασταλτικών μέτρων κατά τους όρους του παραχωρητηρίου ή τις υποδείξεις της δασικής υπηρεσίας για την αποτελεσματική προστασία του παρακείμενου δάσους ή δασικής εκτάσεως και την εξασφάλιση της συνέχισης της δασοπονικής εκμετάλλευσης.
Το διάταγμα αφορά τη διαδικασία παραχώρησης της εκμετάλλευσης, συντήρησης και βελτίωσης των δασών που ανήκουν στο Δημόσιο και στα νομικά πρόσωπα του δημοσίου τομέα στους δασικούς συνεταιρισμούς. Αρχικά η αρμόδια δασική υπηρεσία ανακοινώνει το πρόγραμμα ή σχέδιο εκμετάλλευσης που θα εφαρμοσθεί το επόμενο έτος για τα δάση. Το πρόγραμμα καταρτίζεται με βάση τα στοιχεία της διαχειριστικής έκθεσης ή του διαχειριστικού σχεδίου ή των εγκεκριμένων πινάκων υλοτομίας και μεταξύ άλλων περιγράφει το λήμμα κατά δασοπονικό είδος που θα αποληφθεί. Μετά την παραχώρηση της άδειας συγκροτείται επιτροπή, η οποία προβαίνει στην καταμέτρηση των παραχθέντων δασικών προϊόντων και συντάσσει σχετικό δελτίο. Παράλληλα μπορεί να ανατεθούν εργασίες συντήρησης και βελτίωσης των δασών στους Αγροτικούς Δασικούς Συνεταιρισμούς, στους οποίους έχει γίνει παραχώρηση. Κακότεχνη εκτέλεση των συγκομιστικών εργασιών και φθορά του δάσους τιμωρούνται με πρόστιμο.
Στο άρ. 44 του Ν. 2169/1993 ορίζεται ότι στις αποφάσεις παραχώρησης εκμετάλλευσης σε Δασικούς Συνεταιρισμούς περιλαμβάνονται οι όροι εκτέλεσης των απαραίτητων, για την εκμετάλλευση, συντήρηση και βελτίωση του δάσους, δασικών εργασιών.
Στο άρ. 25 του Ν. 2945/2001 αναφέρεται ότι εκείνοι προς τους οποίους γίνεται παραχώρηση αλσών, κήπων, πάρκων και δενδροστοιχιών υποχρεούνται με ευθύνη και δαπάνες τους να συντηρούν και να βελτιώνουν τη βλάστηση, να διοικούν, να διαχειρίζονται, να εκμεταλλεύονται, να φυλάσσουν και γενικά να προστατεύουν με οποιονδήποτε τρόπο τις παραχωρούμενες εκτάσεις, οι οποίες διατηρούν στο ακέραιο και για πάντα τον δασικό τους χαρακτήρα και εξακολουθούν να διέπονται από τις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας.
Στο άρ. 40 του Ν. 3105/2003 ορίζεται το μέγεθος των ορεινών καταφυγίων και αναφέρεται ότι η εγκατάστασή τους επιτρέπεται εφόσον προβλέπεται σε σχέδια διαχείρισης δασικών συγκροτημάτων και προϋποθέτει την εκπόνηση μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Τέλος, στο ίδιο άρθρο αναφέρεται ότι οι τεχνικές προδιαγραφές χάραξης, σήμανσης, διάνοιξης και συντήρησης ορεινών μονοπατιών καθορίζονται από τα αρμόδια Υπουργεία Γεωργίας και Ανάπτυξης.
Στο διάταγμα αυτό περιγράφεται η διεξαγωγή του αποτερματισμού και της οροθετήσεως των δημοσίων δασών.
Στο διάταγμα αυτό περιγράφεται η διαδικασία φωτογραφήσεως και χαρτογραφήσεως των δασών και δασικών εκτάσεων της χώρας και η κατάρτιση δασολογίου.
Ο νόμος αυτός αποτελείται από διατάξεις σχετικά με την κατάρτιση δασικών χαρτών και κατ’ επέκταση κτηματολογίου.
Το διάταγμα αφορά τη διάρθρωση, τις αρμοδιότητες, τον εξοπλισμό και τη στελέχωση της Διεύθυνσης Δασικών Χαρτών του Υπουργείου Γεωργίας και των Τμημάτων Δασικών Χαρτογραφήσεων. Μεταξύ των αρμοδιοτήτων της Διεύθυνσης Δασικών Χαρτών περιλαμβάνονται και τα εξής: εκπαίδευση του προσωπικού σε θέματα δασικών χαρτών, κατάρτιση βάσης δεδομένων των δασικών χαρτών και των θεματικών χαρτών των χερσαίων φυσικών οικοσυστημάτων και συλλογή πληροφοριών ταξινόμησης και χωροταξικού σχεδιασμού των χερσαίων φυσικών οικοσυστημάτων.
Στο άρ. 120 του Ν. 1892/1990 αναφέρεται ότι οι αναδασώσεις δασών, δασικών και χορτολιβαδικών εκτάσεων, για τις οποίες υφίσταται ιδιοκτησιακή αμφισβήτηση, πραγματοποιούνται ακωλύτως με δαπάνες του κράτους. Επίσης σε περιπτώσεις που οι ιδιοκτήτες ή διακάτοχοι δασών και δασικών εκτάσεων αδυνατούν ή αρνούνται να εκτελέσουν τις σχετικές με την αναδάσωση εργασίες, το κράτος με δαπάνες του πραγματοποιεί τις εργασίες αυτές.
Το διάταγμα αφορά την εκμίσθωση δημοσίων εκτάσεων προς αναδάσωση και αναφέρει ότι ο μισθωτής υποχρεούται να προβαίνει σε τεχνητή ίδρυση των δασικών φυτειών ή δασών βάση μελέτης αναδάσωσης. Η μελέτη αυτή πρέπει να περιλαμβάνει σχέδιο προληπτικής αντιπυρικής προστασίας.
Στο κεφ. Α (Μέρος Ι) του Π.Δ. 19.11.1928 ορίζεται το αντικείμενο της διαχείρισης δασών και οι κατηγορίες αυτής. Αναφέρεται ότι επιβάλλεται υποχρεωτικά η αειφόρος εκμετάλλευση στα δάση που ξεπερνούν τα 8.000 στρμ. και στα προστατευτικά δάση. Η ρύθμιση της διαχείρισης των δασών ενεργείται με διαχειριστικά σχέδια, τακτικά ή προσωρινά, τα οποία έχουν δεκαετή περίοδο ισχύος. Η Διεύθυνση Δασών υποχρεούται να καταρτίζει νέα διαχειριστική μελέτη για την επόμενη διαχειριστική περίοδο πριν την λήξη της παρούσας. Επίσης η απόληψη καρπώσεων επί των δασών μπορεί να διενεργείται και βάσει πινάκων υλοτομίας.
Στο κεφ. Β (Μέρος Ι) του Π.Δ. 19.11.1928 ορίζεται ο τρόπος υλοτομίας, συλλογής και κατασκευής δασικών προϊόντων, λαμβάνοντας υπόψη τις αρχές της δασοκομίας και δασοτεχνίας και με τρόπο που να εξασφαλίζεται αλλά και να διευκολύνεται η φυσική αναγέννηση και ανανέωση του δάσους, αναλόγως της διαχειριστικής μορφής του. Στα προστατευτικά δάση απαγορεύεται η υλοτομία που διασπά τη συνοχή των συστάδων και απογυμνώνει το έδαφος.
Στο κεφ. Γ (Μέρος Ι) του Π.Δ. 19.11.1928 περιλαμβάνονται οι δασικές αστυνομικές διατάξεις που ισχύουν κατά τις υλοτομίες των δημόσιων και ιδιωτικών δασών. Επίσης προβλέπεται η υλοτομία εκριζωθέντων και κατακείμενων δένδρων και η εκποίηση της αδέσποτης ξυλείας.
Το κεφ. Δ (Μέρος Ι) του Π.Δ. 19.11.1928 περιλαμβάνει διατάξεις για την εξακρίβωση και τον καταλογισμό των ζημιών που προκαλούνται στα δάση από την υλοτομία. Οι εκμεταλλευτές του δάσους καθίστανται υπεύθυνοι για την επανόρθωση κάθε ζημιάς που προέρχεται από παράβαση των περί δασών νόμων.
Το κεφ. ΣΤ (Μέρος Ι) του Π.Δ. 19.11.1928 αφορά τον έλεγχο των υλοτομιών και των δασικών προϊόντων. Συγκεκριμένα ο Δασάρχης και οι υλωροί έχουν ατομική ευθύνη έντονης παρακολούθησης της υλοτομίας και των καρπώσεων και δικαιούνται να διακόψουν τις σχετικές εργασίες εάν διαπιστώσουν ότι δεν διεξάγονται όπως έχει καθοριστεί ή προς ζημιά του δάσους.
Το κεφ. Α (Μέρος ΙΙΙ) του Π.Δ. 19.11.1928 αφορά τους όρους διάθεσης δημοσίων δασών δι’ ενοικιάσεως και τη διεξαγωγή των σχετικών δημοπρασιών. Η διάθεση του δικαιώματος απόληψης δασικών προϊόντων διενεργείται κατά διαχειριστική μονάδα, μονοετώς ή πολυετώς, όχι όμως για περισσότερο από δέκα έτη. Ο ενοικιαστής υποχρεούται κατά τη διάρκεια της μισθώσεως να παρέχει οποιαδήποτε συνδρομή για να κατασβέσει ενδεχόμενη πυρκαγιά ή για να αποτρέψει οποιοδήποτε κίνδυνο στο δάσος. Το κεφ. Β (Μέρος ΙΙΙ) του Π.Δ. 19.11.1928 αφορά την εκμετάλλευση δημοσίων δασών δι’ αυτεπιστασίας.
Το κεφ. Γ (Μέρος ΙΙΙ) του Π.Δ. 19.11.1928 αφορά τις υλοτομίες που διενεργούνται από το Δημόσιο δι’ εργολαβίας και τη διεξαγωγή των σχετικών δημοπρασιών. Εάν ο εργολάβος προξενήσει ζημιές στο δάσος διώκεται ποινικά και υποχρεούται να καταβάλει αποζημίωση στο Δημόσιο. Τέλος, η αποθήκευση και φύλαξη των δασικών προϊόντων βαρύνει τον εργολάβο, ενώ οι προδιαγραφές της αποθηκευτικής εγκατάστασης ορίζονται από το Δασάρχη.
Το κεφ. Α (Μέρος V) του Π.Δ. 19.11.1928 αφορά τη διατίμηση των δασικών προϊόντων. Η ξυλεία, προκειμένου να διατιμηθεί, διαιρείται σε:
1. Ήμερη ή μαλακή
α) πολύτιμη ξυλεία, περιλαμβανομένης της ξυλείας κυπαρισσιού, αρκεύθου, ή κέδρου και ίταμου ή μίλου,
β) απλή ξυλεία, περιλαμβανομένης της ξυλείας κάθε είδους πεύκης και ελάτης
2. Άγρια
α) πολύτιμη ξυλεία, περιλαμβανομένης της ξυλείας δρυός κάθε είδους, πρίνου, αριάς, γαύρου, φτελιάς, φράξου ή μελιάς, σφενδάμου, φιλύρας ή φλαμουριού, φιλύκης, καρυδιάς και πύξου
β) απλή ξυλεία, περιλαμβανομένης τη ξυλείας οξιάς, πλατάνου, όης ή σουρβιάς, αγριοκέρασου, αγραπιδέας, καστανιάς, κερκίδος, τερμίνθου ή κοκορεβυθιάς, κλήθρας, λεύκης, ιτιάς, όπως και όλα τα είδη ξυλείας που δεν κατονομάζονται.
Το κεφ. Γ (Μέρος V) του Π.Δ. 19.11.1928 αναφέρεται στην εκχέρσωση δασικών εκτάσεων. Η εκχέρσωση απαγορεύεται απολύτως στις εξής περιπτώσεις:
1. Καμένες δασικές εκτάσεις και δάση για των οποίων τον ιδιοκτήτη υπάρχουν υπόνοιες εμπρησμού ή αμέλειας ή αδιαφορίας προς κατάσβεση της πυρκαγιάς.
2. Εδάφη τέτοιας κλίσεως και σύστασης, ώστε κάθε μόνιμη γεωργική ή δενδροκομική καλλιέργεια να καθίσταται αδύνατη.
3. Δασικές εκτάσεις με προστατευτικό χαρακτήρα.
Το διάταγμα ορίζει ότι η ρητίνευση των δασών επιτρέπεται σε δάση και δένδρα της χαλεπίου (Pinus halepensis), της τραχείας (P. bruta) και της θαλάσσιας πεύκης (P. maritima) και κατόπιν υπουργικής αποφάσεως σε δάση μαύρης πεύκης (P. nigra). Επίσης ορίζονται οι διαστάσεις των ρητινευόμενων δένδρων και η μέθοδος που χρησιμοποιείται, ενώ οι λεπτομέρειες καθορίζονται από δασοπονικές μελέτες (διαχειριστικά σχέδια ή εκθέσεις) σύμφωνα με τις επικρατούσες συνθήκες. Η ρητίνευση παρακολουθείται από τα αρμόδια δασικά όργανα και σε περίπτωση παράνομης διεξαγωγής της επιβάλλεται η καταβολή αποζημίωσης στον ιδιοκτήτη. Τέλος, για δασοκομικούς ή διαχειριστικούς λόγους η ρητίνευση μπορεί να απαγορευθεί επ’ αόριστον.
Το διάταγμα αφορά τη μεταφορά δασικών προϊόντων και περιγράφει τη διαδικασία σφράγισης, ελέγχου, έκδοσης πιστοποιήσεων και δελτίων μεταφοράς αυτών, καθώς και την τήρηση των απαραίτητων βιβλίων παραγωγής.
Το διάταγμα αφορά την εμπορία του δασικού πολλαπλασιαστικού υλικού σε συμμόρφωση προς την Οδηγία 1999/105/Ε.Κ. Αρχικά ορίζονται οι σχετικές με το θέμα έννοιες όπως: δασικό πολλαπλασιαστικό υλικό, βασικό υλικό, καταγωγή, προέλευση, παραγωγή, εμπορία. Κατόπιν καθορίζεται ότι για την παραγωγή δασικού πολλαπλασιαστικού υλικού που προορίζεται για εμπορία χρησιμοποιείται μόνο εγκεκριμένο βασικό υλικό, για το οποίο ισχύουν συγκεκριμένοι κανόνες όπως περιγράφονται στο άρ. 5-8 και στα αντίστοιχα παραρτήματα. Επίσης αναφέρεται ότι για τη συλλογή και την παραγωγή πολλαπλασιαστικού υλικού απαιτείται αντίστοιχη άδεια και στη συνέχεια το υλικό υπόκειται σε έλεγχο. Προκειμένου να διατεθούν στην αγορά, οι παρτίδες πολλαπλασιαστικού υλικού αναγνωρίζονται από στοιχεία όπως ο κωδικός του πιστοποιητικού τους, η βοτανική τους ονομασία, η κατηγορία, ο σκοπός, η προέλευση κ.α., τα οποία αναγράφονται σε ετικέτα ή άλλο έγγραφο του προμηθευτή. Τέλος, για την εφαρμογή του διατάγματος αυτού οι αρμόδιες Διευθύνσεις υποχρεούνται να διενεργούν τακτικούς ελέγχους εμπορίας, ποιότητας, πιστοποίησης και φυτοϋγειονομικών μέτρων προστασίας, ενώ οι παραβάτες τιμωρούνται με ποινές που προβλέπονται από τον Ποινικό Κώδικα.
Στο κεφ. Δ του Ν. 1845/1989 ορίζεται το αντικείμενο της δασοπροστασίας και οι φορείς της δασοπροστασίας. Στα πλαίσια άσκησης της δασικής προστασίας, οι δασικοί υπάλληλοι υποχρεούνται να συντάσσουν και να υποβάλλουν αρμοδίως πρωτόκολλα μηνύσεως για κάθε παράβαση των δασικών νόμων, να προβαίνουν στην κατάσχεση δασικών προϊόντων, όλων γενικά των υπό καθεστώς προστασίας υπαγόμενων ειδών της αυτοφυούς χλωρίδας και άγριας πανίδας και των δειγμάτων αυτών ζώντων ή νεκρών, επεξεργασμένων ή μη, που συγκομίζονται ή μεταφέρονται ή συλλέγονται ή συλλαμβάνονται ή διακινούνται ή διατίθενται στην αγορά ή κατέχονται παράνομα, στην κατάσχεση των κατά παράβαση των περί θήρας και ορεινής αλιείας διατάξεων αποκτώμενων θηραμάτων και αλιευμάτων, στην κατάσχεση των μέσων που χρησιμοποιήθηκαν για την τέλεση των παρανόμων πράξεων και τη σύλληψη, μεταγωγή και παράδοση όσων παρανομούν στην πλησιέστερη αστυνομική αρχή. Παράλληλα, τα όργανα των Σωμάτων Ασφαλείας, οι φορείς τοπικής αυτοδιοίκησης, καθώς και κάθε πολίτης έχουν υποχρέωση, εφ’ όσον κληθούν από τους δασικούς υπαλλήλους, να συνδράμουν στην αντιμετώπιση δασικών παραβάσεων και να ενεργούν σύμφωνα με τις οδηγίες των τελευταίων. Επίσης, για την υποβοήθηση του έργου της προστασίας των δασών και των δασικών εκτάσεων συνιστώνται με απόφαση του οικείου Νομάρχη σε κάθε Δήμο ή Κοινότητα ιδιαιτέρου δασικού ενδιαφέροντος Επιτροπές δασικής προστασίας.
Σύμφωνα με το Ν. 1845/1989 όποιος διέρχεται μέσα από δάση ή δασικές χορτολιβαδικές, βιοτόπους και ιδίως αγροτόπους και γεωργικές εκτάσεις που γειτνιάζουν με δάση και δασικές εκτάσεις είτε ως περιπατητής ή κατασκηνωτής ή επαγγελματίας δασοκαρπωτής ή βοσκός, καθώς και όποιος θηρεύει ή συλλέγει ή συλλαμβάνει ή κατέχει ή διακινεί οπουδήποτε, υποχρεούται σε έλεγχο της ταυτότητας άδειας κυνηγιού, άδειας CITES, άδειας μεταφοράς δασικών προϊόντων κλπ., εφόσον κληθεί από δασικό όργανο.
Για την επαγγελματική κατάρτιση και επιμόρφωση των δασοπυροφυλάκων και των υπαλλήλων δασοπροστασίας, ιδρύονται αντίστοιχες επαγγελματικές σχολές που υπάγονται στο Υπουργείο Γεωργίας. Τέλος, στις έδρες των περιφερειών τοποθετούνται επιθεωρητές δασών, έργο των οποίων είναι η εποπτεία και ο έλεγχος των δασικών υπηρεσιών, ο έλεγχος των έργων και του προσωπικού που υπηρετεί σε αυτές, καθώς και η διαπίστωση της εφαρμογής και τήρησης των διατάξεων και κανονισμών διαχείρισης και προστασίας του δάσους και της εν γένει δασικής νομοθεσίας και σύνταξη «Ετήσιας Έκθεσης Ελέγχου και Επιθεώρησης».
Σύμφωνα με το Ν. 2612/1998 η ευθύνη και ο επιχειρησιακός σχεδιασμός της καταστολής των πυρκαγιών στα δάση και στις δασικές εν γένει εκτάσεις ανατίθεται στο Πυροσβεστικό Σώμα. Το τελευταίο είναι αρμόδιο για την ενημέρωση και ευαισθητοποίηση των πολιτών σε θέματα πυροπροστασίας του δάσους, την οργάνωση περιπόλων, την επιτήρηση των δασών με επίγεια και εναέρια μέσα, τη φύλαξη της περιοχής όπου εξερράγη πυρκαγιά για τυχόν αναζωπυρώσεις κ.α.
Στο άρ. 119 του Ν. 1892/1990 αναφέρεται ότι η απόρριψη υλικών, απορριμμάτων ή άλλων αντικειμένων σε δάση και δασικές εκτάσεις χωρίς άδεια της αρμόδιας αρχής τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή.
Σύμφωνα με αυτή την απόφαση, σε δάση και δασικές εκτάσεις, σε χορτολιβαδικές εκτάσεις, καθώς και σε βραχώδεις και πετρώδεις εκτάσεις απαγορεύεται η διατήρηση φωτιάς στην ύπαιθρο, σε κατοικίες, ξενοδοχεία, εργαστήρια, καλύβια, ποιμνιοστάσια, σκηνές, αυλές, κ.α., η τοποθέτηση, φύλαξη ή εγκατάλειψη εύφλεκτων υλών ή άχρηστων ειδών ή απορριμμάτων, η δημιουργία χώρων απόρριψης και η καύση απορριμμάτων, η θήρα με όπλα, που έχουν βύσμα από ύλη, από την οποία μπορεί να μεταδοθεί φωτιά κ.α. σε συγκεκριμένες χρονικές περιόδους και υπό ορισμένες προϋποθέσεις.
Όπως περιγράφεται στο κεφ. Α του Ν. 2742, ο νόμος αυτός αποσκοπεί στη θέσπιση θεμελιωδών αρχών και τη θεσμοθέτηση σύγχρονων οργάνων, διαδικασιών και μέσων άσκησης χωροταξικού σχεδιασμού που μεταξύ άλλων προωθούν την αειφόρο και ισόρροπη ανάπτυξη, διασφαλίζουν την προστασία του περιβάλλοντος στο σύνολο του εθνικού χώρου και στις επιμέρους ενότητές του και ενισχύουν τη θέση της χώρας στο διεθνές και ευρωπαϊκό πλαίσιο. Ο χωροταξικός σχεδιασμός έχει ως στόχο να συμβάλλει στην προστασία και αποκατάσταση του περιβάλλοντος, στη διατήρηση των οικολογικών και πολιτισμικών αποθεμάτων και στην προβολή και ανάδειξη των συγκριτικών γεωγραφικών, φυσικών, παραγωγικών και πολιτιστικών πλεονεκτημάτων της χώρας. Για την εκπλήρωση αυτού του στόχου λαμβάνονται υπόψη οι ακόλουθες αρχές:
· Η αναβάθμιση της ποιότητας ζωής και η βελτίωση των υποδομών ιδιαίτερα στις περιοχές που παρουσιάζουν προβλήματα περιβαλλοντικής υποβάθμισης
· Η διατήρηση, ενίσχυση και ανάδειξη της οικιστικής και παραγωγικής πολυμορφίας, καθώς και της φυσικής ποικιλότητας στις αστικές και περιαστικές περιοχές, αλλά και στην ύπαιθρο
· Η προστασία των φυσικών πόρων των νησιών, των ορεινών και των παραμεθόριων περιοχών
· Η συστηματική προστασία, αποκατάσταση, διατήρηση και ανάδειξη των περιοχών που διαθέτουν στοιχεία φυσικής κληρονομιάς
· Η συντήρηση, αποκατάσταση και ολοκληρωμένη διαχείριση των δασών, των αναδασωτέων περιοχών και των αγροτικών εκτάσεων
· Η ορθολογική αξιοποίηση και ολοκληρωμένη διαχείριση των υδάτινων πόρων
Στο κεφ. Ε του Ν. 2742/1999 αναφέρεται ότι στην αρμοδιότητα των φορέων διαχείρισης προστατευόμενων περιοχών υπάγονται:
· η μέριμνα για τη συλλογή, ταξινόμηση και επεξεργασία περιβαλλοντικών στοιχείων και δεδομένων για τις περιοχές ευθύνης τους και η συγκρότηση και η λειτουργία σχετικών βάσεων δεδομένων
· η ανάληψη εκπόνησης ή εκτέλεσης εθνικών ή ευρωπαϊκών προγραμμάτων και δράσεων, τα οποία προάγουν ή προβάλλουν τους σκοπούς της διαχείρισης των προστατευόμενων αντικειμένων
· η ενημέρωση, εκπαίδευση και κατάρτιση του πληθυσμού σε θέματα αναγόμενα στις αρμοδιότητες και τους σκοπούς των φορέων διαχείρισης, καθώς και στην προστασία των περιοχών ευθύνης τους
· η προώθηση οικοτουριστικών προγραμμάτων
Για την εκπλήρωση των αρμοδιοτήτων τους, οι φορείς διαχείρισης συνεργάζονται με όλες τις αρμόδιες υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των διεθνών οργανισμών.